βόρασσος

βόρασσος
βόρασσος
growing spadix of the date with immature fruit
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βόρασσος — ο (Α βόρασσος) νεοελλ. γένος φοινίκων της τροπικής Ασίας και Αφρικής αρχ. ο καρπός του φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής, πιθ. σημιτικής ή αιγυπτιακής προελεύσεως (πρβλ. αραβ. bosr «άγουρος χουρμάς»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”